φρασεολογία

φρασεολογία
η фразеология

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φρασεολογία" в других словарях:

  • φρασεολογία — και φρασιολογία, η, Ν ο τρόπος σύνθεσης τών φράσεων τού λόγου, η επιλογή και ο συνδυασμός τών λέξεων, εκφραστικός τρόπος («προσεγμένη [ή άσεμνη ή απαράδεκτη] φρασεολογία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φράσις, εως + συνδ. φωνήεν ο + λογία*. Ο τ. φρασεολογία… …   Dictionary of Greek

  • φρασεολογία — η 1. ο τρόπος πλοκής των προτάσεων, ο τρόπος της σύνθεσης των φράσεων, εκφραστικός τρόπος: Σεμνή φρασεολογία. 2. συλλογή φράσεων για διδασκαλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρασεολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρασεολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρασεολογία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Χρυσοβέργη] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • αρρητολογία — ἀρρητολογία, η (Α) η αισχρότατη φρασεολογία …   Dictionary of Greek

  • γελοιολογία — γελοιολογία, η (Α) φρασεολογία που προκαλεί γέλια …   Dictionary of Greek

  • καινολογία — καινολογία, ἡ (Α) [καινολόγος] καινούργιος λεκτικός τρόπος, ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη φρασεολογία …   Dictionary of Greek

  • καινολόγος — καινολόγος, ον (Α) αυτός που χρησιμοποιεί νέο λεκτικό, νέα φρασεολογία («καινολόγος ποιητής», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. μυθο λόγος, ψευδο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • μεσονύκτιο — και μεσονύχτι, το (ΑM μεσονύκτιον και μεσανύκτιον, Μ και μεσονύχτιον) το μέσο τής νύχτας, η δωδέκατη νυκτερινή ώρα, τα μεσάνυχτα («καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (ειδικά στην αλληγορική φρασεολογία τών τεκτόνων) το τέρμα τής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»